- νεραντζούλα
- η [νεραντζιά]1. μικροκαμωμένη νεραντζιά2. λεπτοκαμωμένη κοπέλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τινάζω — τινάσσω, Ν ΜΑ, και λόγιος τ. τινάσσω Ν 1. κινώ κάτι με μεγάλη δύναμη, κλονίζω, τραντάζω (α. «νεραντζούλα φουντωμένη, πού ναι τ άνθη σου, φύσηξε βοριάς κι αέρας και τά τίναξε», δημ. τραγούδι β. «αὐτὰρ ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῑαν ἀπειρεσίην», Ομ … Dictionary of Greek
Ιστράτι, Παναΐτ — (Panait Istrati, Βράιλα 1884 – Βουκουρέστι 1935). Ρουμάνος συγγραφέας ελληνικής καταγωγής, που αναφέρεται και με το ελληνικό του όνομα Γεράσιμος Βαλσάμης. Ο πατέρας του ήταν ο Γεώργιος Βαλσάμης από την Κεφαλονιά και η μητέρα του η Ζωίτσα Ιστράτι… … Dictionary of Greek